«Κι όπως ανέβαινε για το σπίτι, στριφογύριζαν πολλά και διάφορα στο κεφάλι της, έχανε κάθε λίγο την ισορροπία της, προς στιγµήν ένιωθε ότι σβήνει κι έπειτα πάλι έβρισκε το όνοµά της. Μα τι είναι ο άνθρωπος, τη µια έτσι, την άλλη αλλιώς. Πότε µε την απελπισία, πότε µε την ανισορροπία του, πότε µε την ανεµελιά, µε την υπόγεια χαρά, αλλά και την ανεδαφική ελπίδα του».