Σέριφος, τέλη 19ου αιώνα. Ο Περσέας Κονόμος σκοτώνεται δουλεύοντας σε μια γαλαρία και ο φιλόδοξος Δρακούλης, δεξί χέρι του Εμίλ Γκρόμαν, αφεντικού των μεταλλείων αλλά και του νησιού, με απειλές, τιμωρίες και βία, απομακρύνει από πάνω τους όλες τις κατηγορίες για ελλιπή μέτρα ασφαλείας.
Η χήρα του Κονόμου, φοβούμενη μήπως ο γιος της κάποτε ζητήσει εκδίκηση, δεν θα του αποκαλύψει ποιον θεωρεί υπεύθυνο και έτσι δεν θα μπορέσει να τον αποτρέψει, μεγαλώνοντας, να πιάσει δουλειά στα μεταλλεία.
Εκεί, εμπνευσμένος από τον φλογερό επαναστάτη Κώνσταντη Σπέρα, θα προσπαθήσει να αφυπνίσει τους συμπατριώτες και συναδέρφους του να απαιτήσουν επιτέλους τα δικαιώματά τους.
Την ίδια εποχή θα γνωριστεί με το μοναδικό κορίτσι του νησιού που ούτε τα μάτια του δεν θα ’πρεπε να σηκώσει πάνω της.
Ένας δυνατός έρωτας, ενάντια σε όλες τις συμβάσεις της κοινωνίας, του τόπου και της εποχής, θα προκύψει στο σιδερένιο νησί.
«Εγώ θα μπω τώρα» λέει η τραγανή φωνή. «Φτάνει πια να βάζουμε μόνο τα πόδια στο νερό σαν τις γριές. Από μωρό κολυμπούσα, μου ’μαθε η Γερμανίδα». Ανεβάζει θαρραλέα το φουστάνι, εμφανίζεται το εσώρουχο που φτάνει ως τα γόνατα, ύστερα η σμιλεμένη πλάτη. Κουνάει το κεφάλι πέρα δώθε να λευτερώσει το ρούχο που μάγκωσε, ένας χείμαρρος από κόκκινα μαλλιά ξεχύνεται. Προχωράει αποφασιστικά, μπαίνει ως τη μέση των μηρών, στρέφεται στη φίλη της, έλα. Προλαβαίνει να δει δυο άγουρα ολόλευκα στήθη, προλαβαίνει να ζαλιστεί πριν εκείνη, με μια θεαματική βουτιά, βυθιστεί στο νερό. Απόσπασμα από το βιβλίο